λιθοτεχνία

λιθοτεχνία
η
(αρχαιολ.-ανθρωπολ.) σύνολο λίθινων αντικειμένων, κυρίως εργαλείων, τα οποία αποτελούν τα πρώτα δείγματα τής τεχνολογίας τού ανθρώπου και τα οποία εἶχαν αρχίσει να κατασκευάζονται πριν από 2.000.000 και πλέον χρόνια («Ολδόβια λιθοτεχνία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. stone-tool industry γαλλ. industrie lithique (< λίθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χελλαίος — Ονομασία περιόδου πολιτισμού της παλαιολιθικής εποχής. Την περίοδο αυτή χαρακτηρίζει η κατώτερη ανάπτυξη των ανθρώπων. Χρονολογείται από το 100.000 π.Χ. και διήρκεσε 30 40 χιλιάδες χρόνια. H ονομασία χ. οφείλεται σε αυτήν της Challes, γαλλικής… …   Dictionary of Greek

  • μουστέριος — α, ο φρ. «μουστέρια λιθοτεχνία» λιθοτεχνία που παραδοσιακά συνδέεται με τον άνθρωπο τού Νεάτερνταλ στην Ευρώπη, τη δυτική Ασία και τη βόρεια Αφρική κατά τη διάρκεια τού πρώτου τετάρτου τής παγετώδους εποχής, αλλ. μουστιαία λιθοτεχνία. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μουστιαίος — α, ο φρ. «μουστιαία λιθοτεχνία» η μουστέρια λιθοτεχνία. [ΕΤΥΜΟΛ. Παλαιότερος όρος για το μουστέριος*] …   Dictionary of Greek

  • σολουτραίος — α, ο, Ν φρ. α) «σολουτραίος πολιτισμός» (αρχαιολ. ανθρωπολ.) η προτελευταία φάση τής ανώτερης παλαιολιθικής ή λεπτολιθικής εποχής, η οποία ακολουθεί την ωρινιάκια φάση και προηγείται τής μαγδαλήνιας φάσης, εντοπίζεται στην περιοχή Σολυτρέ τής… …   Dictionary of Greek

  • ταγιάσιος — α, ο, Ν φρ. «ταγιάσια λιθοτεχνία» αρχαιολ. λιθοτεχνία τής μέσης παλαιολιθικής εποχής που αποτελεί εξέλιξη τής κλακτόνιας λιθοτεχνίας …   Dictionary of Greek

  • ταρντενουάσιος — α, ο, Ν φρ. «ταρντενουάσια λιθοτεχνία» πολιτιστικό στάδιο τής ανώτερης παλαιολιθής εποχής, που χαρακτηρίζεται από λιθοτεχνία μικρολίθων και που αναγνωρίστηκε το 1855 στην περιοχή Ταρντενουά τής Γαλλίας …   Dictionary of Greek

  • μικόκιος — α, ο φρ. «μικόκια λιθοτεχνία» αρχαιολ. είδος λιθοτεχνίας τής παλαιολιθικής εποχής που δείγματά της ανακαλύφθηκαν στη θέση Μικόκ τής Ντορντόν στη Γαλλία, θέση από την οποία προήλθε και η ονομασία της …   Dictionary of Greek

  • ωρινιάκιος — α, ο, Ν φρ. «ωρινιάκιος πολιτισμός» αρχαιολ. λιθοτεχνία εργαλείων και καλλιτεχνική παράδοση τής Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στην Ευρώπη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. aurignacian (culture) < γαλλ. Αurignac, τοπωνύμιο τής… …   Dictionary of Greek

  • Λασιθίου, νομός — Διοικητική διαίρεση (1.818 τ. χλμ., 76.319 κάτ.) της περιφέρειας Κρήτης, που περιλαμβάνει το ανατολικό άκρο της νήσου. Βρέχεται στα Β από το Κρητικό πέλαγος, στα Α από το Καρπάθιο, στα Ν από το Λιβυκό και στα Δ συνορεύει με τον νομό Ηρακλείου.… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Αρχανών — Στον κάμπο που βρίσκεται νότια της Kνωσού, πάνω από τον οποίο δεσπόζει το βουνό Γιούχτας, βρίσκεται μια από τις πιο πλούσιες αρχαιολογικά περιοχές της Kρήτης. Tόσο το μινωικό ανάκτορο, του οποίου η ανασκαφή συνεχίζεται στο κέντρο του σημερινού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”